- κατακροτεῖν
- κατακροτέωapplaud excessivelypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακροτώ — κατακροτῶ, έω (Α) 1. χτυπώ δυνατά («πόδεσσι σφύρᾳ κατακροτεῑν», Ευστ.) 2. επευφημώ 3. στρέφομαι εναντίον κάποιου, επιπλήττω … Dictionary of Greek